- σταυρωτός
- η , [όν ]1) скрещённый; сложенный накрест;
έχω τα χέρια μου σταυρωτά — скрестить руки;
2) двубортный;σταυρωτό κοστούμι — двубортный костюм;
§ σταυρωτές λέξεις — кроссворд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
έχω τα χέρια μου σταυρωτά — скрестить руки;
σταυρωτό κοστούμι — двубортный костюм;
§ σταυρωτές λέξεις — кроссворд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταυρωτός — ή, ό / σταυρωτός, ή, όν ΝΜ [σταυρῶ, ώνω] τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού, σταυροειδής («σταυρωτός ναός» σταυρεπίστεγος ναός) νεοελλ. 1. (για ένδυμα) αυτός στον οποίο, το δεξί ή αριστερό πέτο είναι μεγαλύτερο ώστε να καλύπτει μέρος τού άλλου και να … Dictionary of Greek
σταυρωτός — ή, ό επίρρ. ά ο τοποθετημένος σε σχήμα σταυρού: Είχε τα χέρια του σταυρωτά. – Φορούσε σταυρωτό σακάκι. – Τον φίλησε σταυρωτά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επημοιβός — ἐπημοιβός, όν και ός, ή, όν (Α) 1. αυτός που χρησιμεύει για αλλαγή, ανταλλακτικός («οὐ γὰρ πολλαὶ χλαῑναι ἐπημοιβοί τε χιτῶνες», Ομ. Οδ.) 2. επάλληλος, σταυρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αμοιβός (< αμείβω), το η λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής… … Dictionary of Greek
καρδάνειος — α, ο τεχνολ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Καρντάνο 2. φρ. α) «καρδάνεια ανάρτηση» ή, απλώς, «καρντάν» διάταξη ανάρτησης η οποία επιτρέπει σε ένα σώμα να παρουσιάζει κλίση ή να διατηρεί την αρχική του θέση ανεξάρτητα από τη θέση ή τις… … Dictionary of Greek
σταυρός — Πανάρχαιο ξύλινο όργανο βασανισμού που κατασκευαζόταν με δύο δοκάρια το ένα κάθετο καρφωμένο στη γη και το άλλο οριζόντιο. Τα πιο συνηθισμένα σχήματα των σ. ήταν τρία: το κύριο σταυρικό, όπου το κάθετο δοκάρι ξεπερνούσε σε ύψος το οριζόντιο· το… … Dictionary of Greek
συρτός — Ελληνικός χορός, αρχαίας προέλευσης που υπάρχει και σε διάφορες τοπικές παραλλαγές, ενώ τα βήματά του βρίσκονται στους περισσότερους ελληνικούς χορούς, έτσι ώστε μπορεί να θεωρηθεί ως βάση τους. Το ύφος, η μελωδία και τα βήματα ακόμα των διάφορων … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek